- καματάρης
- ο, θηλ. καματάρα και καματάρισσαεργάτης που ασχολείται με κοπιαστική εργασία, και κυρίως εργάτης τών αγρών, αγρότης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -άρης (πρβλ. βαρκ-άρης, νοικ-άρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καματάρης — ο θηλ. α και ισσα εργάτης που ασχολείται σε κοπιαστικές δουλειές και ιδίως γεωργικές, εργάτης, γεωργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καματάρικος — η, ο [καματάρης] 1. καματάρης*, ασχολούμενος με κουραστική εργασία 2. (για υποζύγια, κυρίως βόδια) κατάλληλος να σύρει άροτρο («καματάρικο βόδι») … Dictionary of Greek
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek